στάβλον

στάβλον
στάβλον
stabulum
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στάβλον — τὸ, ΜΑ ταχυδρομικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»] …   Dictionary of Greek

  • στάβλοις — στάβλον stabulum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάβλου — στάβλον stabulum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάβλων — στάβλον stabulum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάβλῳ — στάβλον stabulum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταβλάριον — τὸ, Α [στάβλον] μικρό στάβλον* …   Dictionary of Greek

  • στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… …   Dictionary of Greek

  • σταβλίτης — ο, ΝΜΑ, και σταυλίτης Ν νεοελλ. ιπποκόμος μσν. αρχ. αυτός που εργαζόταν σε στάβλο ταχυδρομικού σταθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον / στάβλος + επίθημα ίτης (πρβλ. καλαμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σταβλιστής — ὁ, Μ επιστάτης στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον + κατάλ. ιστής (πρβλ. κιθαρ ιστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”